συνῃρημένου

συνῃρημένου
συναιρέω
grasp
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράδειγμα — το, ΝΑ [παραδείκνυμι] 1. πρότυπο, υπόδειγμα για μίμηση (α. «είναι παράδειγμα εργατικότητας» β. «παράδειγμα καταλείπεσθαι», Λυκούργ.) 2. πάθημα που χρησιμεύει ως μάθημα, κακό προηγούμενο προς αποφυγή («ἔχοντες παραδείγματα τῶν τ ἐκεῑ Ἑλλήνων ὡς… …   Dictionary of Greek

  • φανός — I Το μεγαλύτερο νησί της συστάδας των Οθωνών. Bλ. λ. Οθωνοί. II Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 375), στην επαρχία Παιονίας του… …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”